Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι

Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι
ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ, ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Πένθος στα άτομα με αναπηρία


Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι γονείς ενός ατόμου με αναπηρία το θάνατο του φαίνεται πως διαφέρει σε σχέση με τον τρόπο που βιώνουν την ίδια κατάσταση οι φίλοι του παιδιού, τα μέλη του προσωπικού υγείας που φρόντιζαν το παιδί και όλα τα υπόλοιπα άτομα που ενδεχομένως επηρεάζει τη ζωή και το θάνατο του συγκεκριμένου ατόμου. Τα αδέρφια του παιδιού με αναπηρία αλλά και οι γονείς τους αντιμετωπίζουν ποικίλες ψυχοκοινωνικές δυσκολίες. Ορισμένοι γονείς προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις ανάγκες του παιδιού με αναπηρία είναι δυνατόν να παραμελήσουν τα υπόλοιπα παιδιά τους, άθελα τους. Αυτό συμβαίνει γιατί γίνονται ιδιαίτερα επιεικείς απέναντι στα παιδιά με ειδικές ανάγκες εξαιτίας της ενοχής τους ή των υψηλών προσδοκιών που δεν έχουν. Οι γονείς που δεν είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι στις ανάγκες των παιδιών τους, είναι δυνατόν να επιχειρήσουν να τους επιβληθούν με τακτικές σκληρής πειθαρχίας ή να τα εγκαταλείψουν στη συναισθηματική τους μοναξιά. Οι συνηθισμένες αντιδράσεις των υγιών παιδιών της οικογένειας προς τα αδέρφια τους με ειδικές ανάγκες είναι το άγχος, η απόρριψη, οι ενοχές και οι αναίτιοι φόβοι για την προσωπική τους υγεία.
    Η θλίψη είναι μια εμπειρία που βιώνει κάθε άτομο έπειτα από μια σημαντική απώλεια. Τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές που αναπτύσσουν στενούς δεσμούς με τα μέλη της οικογένειας τους αλλά και τους φροντιστές τους μπορούν να αντιμετωπίσουν μια απώλεια με διαφορετικό τρόπο ανάλογα την ηλικία τους. Ο τρόπος αντιμετώπισης αυτής της απώλειας είναι ίδιος με οποιοδήποτε άλλο άτομο. Τα άτομα όμως με αναπτυξιακές διαταραχές είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουν μια απώλεια ως συνέπεια της μετακίνησης τους για κάποιο χρονικό διάστημα μακρά από τις οικογένειες τους. 
    Οποιαδήποτε από αυτές τις εμπειρίες είναι δυνατόν να δημιουργήσουν συναισθήματα απώλειας στα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές. Τα συναισθήματα αυτά τους οδηγούν σε μια περίοδο πένθους, τα συμπτώματα της οποίας θα αναλυθούν στη συνέχεια. Τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές τις περισσότερες φορές είναι απροετοίμαστα να αντιμετωπίσουν τη θλίψη τους και συνήθως λαμβάνουν από λίγη ως καθόλου στήριξη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αυτό έχει ως επακόλουθο τον κίνδυνο ανάπτυξης μακροχρόνιων συναισθηματικών προβλημάτων, που είναι το αποτέλεσμα της θλίψης.
    Είναι πολύ σημαντικό οι επαγγελματίες υγείας να κατανοήσουν και να βοηθήσουν με σωστό τρόπο τα άτομα αυτά να περάσουν μέσα από τη διαδικασία του θρήνου. Αυτό συμβαίνει γιατί τα άτομα αυτά φαίνεται πως ασχολούνται αρκετά με αυτή την απώλεια καθώς δεν μπορούν να τη διαχειριστούν. Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πώς αντιλαμβάνονται τα άτομα αυτά την απώλεια.  Οι φροντιστές τους και οι επαγγελματίες υγείας υποθέτουν ότι τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές έχουν σε μικρό βαθμό ή και καθόλου επίγνωση που σχετίζεται με τη διαδικασία του πένθους. Η θλίψη που εμφανίζουν πολλές φορές ερμηνεύεται με λανθασμένο τρόπο και έτσι αποθαρρύνονται. Αυτό συμβαίνει όταν υπάρχουν ιδιαίτερα έντονες ή πολύ διασπαστικές συναισθηματικές και συμπεριφορικές εκφράσεις της θλίψης.
    Ακόμα υπάρχουν τα άτομα που πιστεύουν ότι θα ήταν πιο εύκολο για τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές να αποδεχθούν το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, αν μοιράστηκαν μαζί του πολλές πληροφορίες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν είναι ασυνήθιστες οι αντιδράσεις θλίψης και μελαγχολίας όταν τα άτομα με μέτρια ως σοβαρή νοητική υστέρηση αντιλαμβάνονται αυτή την απώλεια.
    Η μη βίωση της θλίψης των ατόμων με αναπτυξιακές διαταραχές εξαιτίας του θανάτου ενός γονιού ή του φροντιστή τους και των αντίστοιχων συναισθημάτων του, μπορεί να έχει διάφορες επιπτώσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί το πένθος είναι μια διαδικασία αντιμετώπισης της απώλειας και αποτελεί μια φυσική διαδικασία προκειμένου το άτομο να βιώσει την απώλειά του. Το πένθος βοηθά το άτομο να συνεχίσει τη ζωή του έπειτα από την απώλεια που βίωσε. Είναι δυνατόν να επηρεαστεί από πολιτιστικές συνήθειες, τελετουργίες και τους κανόνες της κοινωνίας. 
    Μία λοιπόν από τις επιπτώσεις μη βίωσης της θλίψης που προέρχεται από το πένθος είναι η άρνηση της πραγματικότητας, δηλαδή του θανάτου του αγαπημένου προσώπου. Άλλες συνέπειες είναι η εξιδανίκευση του αγαπημένου προσώπου, η μείωση της αυτοεκτίμησης και των αισθημάτων ενοχής. Αν το άτομο δεν βιώσει τα στάδια του πένθους, που περιγράφονται στη συνέχεια, τα αισθήματα αποξένωσης, η μοναξιά και η κατάθλιψη μπορεί να συνεχιστούν για χρόνια μετά το θάνατο του αγαπημένου προσώπου.
    Συνοψίζοντας τα όσα έχουν αναφερθεί ως τώρα, σε γενικές γραμμές, τα άτομα που έχουν νοητική υστέρηση ή/και αναπτυξιακές διαταραχές αναπτύσσουν λιγότερα συστήματα κοινωνικής στήριξης από τους ανθρώπους που δεν έχουν τις ίδιες δυσκολίες.. Ορισμένοι έχουν περιορισμένες ευκαιρίες να αναπτύξουν φιλίες, να βρουν εργασία και για αυτό το λόγο οι στέγες στήριξης, τους είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο, που θα αναπτυχθεί στο επόμενο υποκεφάλαιο του παρόντος κεφαλαίου. Τα άτομα με ανάλογες δυσκολίες αναπτύσσουν πολύ στενές σχέσεις με τα μέλη της οικογένειας τους και ιδιαίτερα με τους γονείς τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι «φυσιολογικοί» άνθρωποι, οι άνθρωποι που δεν αντιμετωπίζουν αντίστοιχες δυσκολίες δεν αναπτύσσουν στενές σχέσεις με τους γονείς τους. Όμως οι γονείς των παιδιών με αναπτυξιακές διαταραχές είναι οι κύριοι φροντιστές τους, τις περισσότερες φορές και γι ’αυτό το λόγο ο θρήνος ενός παιδιού για το θάνατο του γονιού του μπορεί να απαιτήσει πολύ περισσότερο χρόνο, προσπάθεια και στήριξη από ότι συμβαίνει σε όλους τους άλλους ανθρώπους.
    Ορισμένα μέλη της οικογένειας ή επαγγελματίες υγείας μένουν έκπληκτοι από την ένταση της θλίψης που εκφράζουν τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές. Αυτό βέβαια οφείλεται και στο στενό κοινωνικό κύκλο που αναπτύσσουν αυτά τα άτομα. Ως ενήλικες επομένως είναι πιθανό να φοβούνται να μείνουν μόνοι τους στον κόσμο, χωρίς να έχουν συγγενείς. Οι σχέσεις τους με άλλους ενήλικες και ιδιαίτερα με άτομα που αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες δεν μπορεί να βρίσκονται στο αντίστοιχο επίπεδο αυτών που παρατηρούνται σε «φυσιολογικά» άτομα.
    Πολλοί ενήλικες με αναπτυξιακές διαταραχές έχουν βιώσει πολλαπλές απώλειες με το πέρασμα των ετών. Μπορεί να έχουν βιώσει αρκετές μετακομίσεις άρα να έχουν αναγκαστεί να αλλάξουν τους φροντιστές τους, να έχουν χάσει φίλους με τους οποίους είχαν αναπτύξει καλές διαπροσωπικές σχέσεις, να έχουν εργαστεί αλλά και να έχουν βιώσει αλλαγές στο χώρο εργασίας τους. Η απώλεια ενός ανθρώπου που φρόντιζε το άτομο με αναπτυξιακές διαταραχές επιφέρει όμως μια πολλαπλή και νέα συνθήκη ζωής. Η πρόσφατη απώλεια είναι δυνατόν να αναζωπυρώσει τα συναισθήματα που σχετίζονται με την απώλεια που έχουν βιώσει νωρίτερα στη ζωή τους. Η θλίψη τους μπορεί να γίνει πιο περίπλοκη, ιδιαίτερα όταν βιώνουν πολλαπλές απώλειες. Ένα άτομο μπορεί να είναι συγκλονισμένο αλλά να μην βρίσκεται σε θέση να ολοκληρώσει τις τέσσερις εργασίες της θλίψης, σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε ο Worden και αυτό έχει ως συνέπεια να μην μπορεί να θεραπευθεί. Μόνο αν του παρασχεθεί η κατάλληλη βοήθεια μπορεί να εκτονώσει και να εκδηλώσει τη θλίψη.
    Επιπλέον τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές μπορεί να μην γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να ασχοληθούν με τις απώλειές τους. Δεν έχουν την κατάλληλη κατάρτιση ώστε να αντιληφθούν και να κατανοήσουν καλύτερα το τι τους συμβαίνει. Συχνά δεν διαθέτουν τους πόρους ή τις ικανότητες διεξαγωγής δράσεων ώστε να αισθανθούν καλύτερα. Τα περισσότερα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές χρειάζονται κάποιας μορφής δια βίου υποστήριξης. Αν η στήριξη αυτή παρεχόταν από το πρόσωπο που πέθανε το μέλλον τους θα μπορούσε να φανεί πολύ τρομακτικό. Αν η σχέση μεταξύ του ατόμου με αναπτυξιακές διαταραχές και του ατόμου που πέθανε ήταν πολύ στενή τότε ο θάνατος μπορεί να αυξήσει το φόβο ότι και άλλοι ενήλικες στο κοντινό περιβάλλον του ατόμου θα πεθάνουν σύντομα. Αυτό μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αντιληφθεί ότι ο κόσμος γύρω του είναι απρόβλεπτος, ανασφαλής και κανείς δεν μπορεί να τον ελέγξει.
    Μερικοί άνθρωποι διαφωνούν για το αν πρέπει ή όχι να πουν σε ένα άτομο με αναπτυξιακές διαταραχές ότι το αγαπημένο τους άτομο έχει πεθάνει. Οι Luchterhand and Murphy (1998) πιστεύουν ότι οι ενήλικες με νοητική υστέρηση πρέπει να συμμετέχουν ως ισότιμοι πολίτες στην κοινότητα. Δεν μπορεί να αμφισβητηθούν οι ευκαιρίες μάθησης για το θάνατο αλλά και άλλα γεγονότα που τους αφορούν στενά. Τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι λάθος μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, κάτι θα είναι διαφορετικό στη ζωή τους. Για παράδειγμα, ένα άτομο με αναπτυξιακές διαταραχές που έχει τη μητέρα του στο γηροκομείο, πηγαίνει να την επισκεφτεί. Εκεί συναντά ένα νέο πρόσωπο στο προσωπικό και το προηγούμενο πρόσωπο που τη φρόντιζε έχει εξαφανιστεί. Τα άτομα αυτά ενδέχεται να μην μπορούν να εξηγήσουν αυτή την αλλαγή και να κάνουν διάφορες εξηγήσεις που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. 
    Ένας άλλος λόγος είναι ότι τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές δεν είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν την απώλεια αν μάθουν γι ’αυτήν με άμεσο τρόπο. Για παράδειγμα, η είδηση θανάτου αν κρατηθεί μυστική, τότε είναι φυσικό όσοι δεν πενθούν να πιστεύουν ότι το αγαπημένο τους πρόσωπο θα επιστρέψει κάποια μέρα. Οι ψευδείς πληροφορίες εκείνης της στιγμής, που σχετίζονται με την απώλεια, οδηγούν τα άτομα να μη θρηνούν συνειδητά. Έτσι στη συνέχεια κινδυνεύουν από περίπλοκες αντιδράσεις θλίψης.
    Ένα άτομο που φροντίζει τον άνθρωπο με αναπτυξιακές διαταραχές μπορεί να χρησιμοποιήσει πέντε τρόπους προκειμένου να αφηγηθεί την απώλεια ενός κοντινού προσώπου. Θα πρέπει να προσδιορίσει ότι το πρόσωπο αυτό έχει χαθεί, δεν ζει πια. Θα πρέπει όμως η ανακοίνωση αυτή να γίνει με προσεκτικό τρόπο κι όταν το άτομο με αναπτυξιακές διαταραχές είναι έτοιμο να δεχθεί αυτή την πληροφορία. Θα πρέπει να αποδειχθεί η ικανότητα του ατόμου με αναπτυξιακές διαταραχές να κατανοήσει το τι σημαίνει αυτή η απώλεια. Ο φροντιστής δεν θα πρέπει να ανησυχεί αν τύχει να πουν ή να κάνουν κάτι που δεν είναι τέλειο. Θα πρέπει να ενθαρρύνει το άτομο με αναπτυξιακές διαταραχές να μοιραστεί μαζί του τα συναισθήματα του.
    Τα μέλη της οικογένειας και άλλοι πάροχοι φροντίδας μπορεί να αναστατωθούν από την εκδήλωση και την ένταση των συναισθημάτων των ατόμων με αναπτυξιακές διαταραχές. Μπορεί να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την ισχυρή εκδήλωση των αρνητικών του συναισθημάτων, όπως για παράδειγμα κλάμα ή ξεσπάσματα θυμού. Είναι πολύ εύκολο να κατανοήσει κανείς γιατί κάποιος μπορεί να θέλει να δράσει με ανάλογο τρόπο. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς ένα άλλο πρόσωπο να θρηνεί. Όμως η ανοιχτή έκφραση του πόνου μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αναρρώσει.
    Μερικές φορές τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές που βιώνουν το θάνατο κάποιου κοντινού τους προσώπου μπορεί να έχουν μια αντίθετη αντίδραση. Μπορεί να εμφανίζονται ότι είναι ήρεμοι και να μην θέλουν να μιλήσουν για αυτή την απώλεια. Αυτό μπορεί να είναι ένας τρόπος ώστε να αντιμετωπίσουν την απώλεια τους αλλά δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν την απώλεια. Μπορεί να τους πάρει μερικούς μήνες μέχρι να συνειδητοποιήσουν την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Οι Luchterhand and Murphy (1998) έδειξαν ότι οι περισσότεροι ενήλικες με αναπτυξιακές διαταραχές θα επωφεληθούν από το να έχουν κάποιον που θα ξεκινήσει να συζητά μαζί τους για αυτή την απώλεια. Δεν είναι μια καλή ιδέα να αναγκάσει κάποιος το άτομο με αναπτυξιακές διαταραχές να μιλήσει για αυτή την απώλεια μόνο σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Αντίθετα, θα πρέπει να το αφήσει ελεύθερο να εκφραστεί στην πάροδο του χρόνου και στο διάστημα μερικών μηνών.
    Ακόμα ένας λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι αποφεύγουν να μιλάνε για ένα θάνατο είναι επειδή δεν γνωρίζουν τι να πουν ή τι να κάνουν. Αισθάνονται αβοήθητοι και δεν ξέρουν πώς να επιλύσουν αυτό το πρόβλημα. Τα πρόσωπα που φροντίζουν τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές δεν θα πρέπει να επιλύσουν αυτό το πρόβλημα. Μπορούν όμως να μάθουν να παρηγορούν κάποιον που περνάει συναισθηματικό πόνο ή να είναι εκεί όταν το άτομο με αναπτυξιακές διαταραχές δεν είναι μόνο. Μπορούν να το ακούσουν, να το αγκαλιάσουν ή και να του κρατήσουν το χέρι, μπορούν να κάνουν μια δραστηριότητα που την έκανε το άτομο που πλέον έχει πεθάνει και μπορούν να το καθησυχάσουν ότι κάποιος θα είναι γι ’αυτούς εκεί στο μέλλον. Οι φροντιστές αυτών των ατόμων θα πρέπει να τους βοηθήσουν να πενθήσουν το πρόσωπο που χάθηκε ή να κάνουν διάφορες εργασίες προκειμένου να βοηθηθούν.
    Η διάρκεια του χρόνου που ένα άτομο βιώνει τη θλίψη μπορεί να διαρκέσει περισσότερο ή λιγότερο από όσο θα ανέμενε κανείς. Όσοι πενθούν θα πρέπει να μάθουν να ζουν χωρίς το αγαπημένο τους πρόσωπο. Οι φροντιστές των ατόμων με αναπτυξιακές διαταραχές θα πρέπει να είναι υπομονετικοί μαζί τους, όταν πενθούν. Θα πρέπει να μάθουν να εκφράζουν τα συναισθήματα τους για το άτομο που πέθανε και να διηγηθούν ιστορίες που πιθανώς βίωσαν μαζί του. Θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να κάνουν το ίδιο και τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές. Με αυτό τον τρόπο τα άτομα αυτά θα βοηθηθούν ώστε να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα και να προσαρμοστούν σε αυτήν. Η επανάληψη συγκεκριμένων γεγονότων αποτελεί έναν τρόπο να βιώσει κανείς τη θλίψη του και να είναι πρόθυμος να βοηθηθεί ώστε να την αντιμετωπίσει. Επιπλέον η Dyke (2003) και η Hollins (2016) υποστήριξαν ότι τα συναισθήματα δεν μετριούνται με το δείκτη νοημοσύνης IQ. Ακόμα και εκείνοι που
δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ή να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, εξακολουθούν να βιώνουν το πλήρες φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Τα άτομα με νοητική αναπηρία συνήθως προστατεύονται από ευαίσθητα θέματα της ζωής που κατά πάσα πιθανότητα δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Η έρευνα δείχνει ότι η θωράκιση των ατόμων με διανοητική αναπηρία πριν από το τέλος της ζωής τους, έχουν περισσότερο άγχος με τις νέες καταστάσεις και προσπαθούν να τις αποφύγουν. Ο αποκλεισμός του κακού εξαιρεί ένα από τα στηρίγματα που τους βοηθούν να εργαστούν μέσα από το πένθος και να επεξεργαστούν την αντίστοιχη διαδικασία.
    Ακόμα, ο ρόλος με τον οποίο τα άτομα με διανοητική αναπηρία αντιμετωπίζουν τον πόνο και τη θλίψη τους είναι παρήγορος. Μερικοί από τους τρόπους που μπορεί ένας ειδικός να βοηθήσει τα άτομα αυτά να εκδηλώσουν τη θλίψη τους περιγράφονται στη συνέχεια. Οι φροντιστές των ατόμων θα πρέπει να τους διδάξουν τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τις σοβαρές προσωπικές τους απώλειες, όπως για παράδειγμα το θάνατο ενός γονιού. Θα πρέπει να τους μάθουν να αποδέχονται την απώλεια ενός κατοικίδιου, ενός φίλου που απομακρύνεται, του θανάτου ενός διάσημου προσώπου ή μια φυσική καταστροφή που είναι δυνατόν να συμβεί σε μια άλλη χώρα. Θα πρέπει να τους βοηθήσουν ώστε να αναπτύξουν ορισμένες δεξιότητες και ικανότητες ώστε να ανταπεξέλθουν σε αυτές
τις απώλειες.
    Οι φροντιστές θα πρέπει να μάθουν να επικοινωνούν με τα άτομα με διανοητική αναπηρία με απλούς και συγκεκριμένους όρους, αποφεύγοντας τους ευφημισμούς ή την έμμεση γλώσσα, όπως για παράδειγμα ότι το αγαπημένο πρόσωπο «έπεσε να κοιμηθεί» ή «απεβίωσε». Η κατανόηση αυτή μπορεί να είναι περισσότερο διαισθητική παρά γνωστική. Θα πρέπει να ενημερώσουν το άτομο σχετικά με το τι αναμένει να του συμβεί κατά τη διάρκεια των τελετών, όπως για παράδειγμα ότι το φέρετρο θα είναι ανοιχτό, οι άνθρωποι θα κλαίνε και ότι θα θάψουν το νεκρό άτομο κλπ..
    Οι φροντιστές των ατόμων με διανοητική αναπηρία θα πρέπει να τους ενθαρρύνουν να προσεύχονται, να επισκέπτονται τα άτομα που είναι άρρωστα και να παρακολουθούν την κηδεία. Αν ωστόσο είναι συνειδητοποιημένη τους απόφαση να μην θέλουν να συμμετέχουν στην κηδεία τότε θα πρέπει να σεβαστούν τις επιθυμίες τους. Θα πρέπει να βοηθήσουν τα άτομα να εκφράσουν τα συναισθήματα τους, λεκτικά και μη λεκτικά. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα βιβλία για αυτό το λόγο. Οι φωτογραφίες και άλλα αναμνηστικά του ατόμου που πέθανε μπορεί να φανούν ιδιαίτερα χρήσιμα στους φροντιστές. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν ο χρόνος περνά. Μπορεί επίσης να είναι χρήσιμο για να θυμούνται το πρόσωπο που πέθανε. Θα πρέπει να αποφύγουν οποιεσδήποτε σημαντικές αλλαγές στη ρουτίνα του ατόμου, τη μετακόμιση ή την αλλαγή εργασίας, για διάστημα ενός έτους έπειτα από το θάνατο του γονέα ή του πρωτογενούς φροντιστή.
    Επιπλέον, οι φροντιστές θα πρέπει να ψάξουν για ενδείξεις εκδήλωσης του πένθους, όπως για παράδειγμα σωματικές ασθένειες, πονοκεφάλους και στομαχόπονους, όνειρα, απόσυρση και αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες. Διάφορα άτομα στην ευρύτερη κοινότητα, όπως για παράδειγμα οι ποιμένες, οι γιατροί και οι κοινωνικοί λειτουργοί, μπορεί να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων πριν αυτά προκύψουν. Λίγοι σύμβουλοι ειδικεύονται στα ζητήματα θλίψης των ατόμων με διανοητική αναπηρία. Οι φροντιστές δεν θα πρέπει να βιαστούν στη διαδικασία του πένθους καθώς δεν υπάρχει κάτι σωστό ή κάτι λάθος. Θα πρέπει να βοηθήσουν το άτομο να βιώσει με το δικό του τρόπο την απώλεια, να χρησιμοποιήσει επετείους θανάτου, να επισκεφθεί το νεκροταφείο ή σε ειδικές περιπτώσεις το άτομο με διανοητική αναπηρία να επιβεβαιώσει ότι ένα αγαπημένο του πρόσωπο έχει πεθάνει αλλά δεν το ξεχνά.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου