Μια
φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αρκουδάκι
που το έλεγαν Γιαννάκη. Ζούσε μαζί με
τους γονείς του και την μικρή του
αδερφούλα, βαθιά μέσα στο δάσος. Πήγαινε
στην πέμπτη δημοτικού και του άρεσε
πολύ να παίζει ποδόσφαιρο. Στο σχολείο
είχε πολλούς φίλους, αλλά ο πιο αγαπημένος
του ήταν το ελαφάκι, ο Κωστάκης. Τα
Σαββατοκύριακα βοηθούσε την μαμά του
με τις δουλειές του σπιτιού και τα
απογεύματα πήγαινε με τον μπαμπά του
στην κοντινότερη λιμνούλα για ψάρεμα.
Ο
Γιαννάκης αγαπούσε πάρα πολύ την αδερφή
του, την Αννούλα, και ας μην έμοιαζε με
τα άλλα τα αρκουδάκια. Είχε μόνο ένα
αυτάκι, αντί για δύο, και η ουρίτσα της
ήταν πολύ μικρή. Μπορεί να μην ήταν το
πιο έξυπνο αρκουδάκι στον κόσμο, αλλά
ζωγράφιζε φανταστικά. Ο μπαμπάς τους
την καμάρωνε κάθε φορά που έπιανε το
πινέλο και με υπερηφάνεια έλεγε πως
κάποια μέρα θα γινόταν η μεγαλύτερη
αρκουδοζωγράφος του κόσμου! Η μαμά τους
είχε εξηγήσει στο Γιαννάκη, εδώ και
πολλά χρόνια, πως όταν γέννησε την μικρή
Αννούλα δυσκολεύτηκε πολύ. Για αυτό και
ήταν διαφορετική από τα άλλα αρκουδάκια.
Τη νύχτα της γέννησης, όμως, της Αννούλας
στον ουρανό εμφανίστηκε ένα λαμπρό
αστέρι και η μητέρα τους κατάλαβε πως
η μικρή Αννούλα, παρά την διαφορετικότητά
της, θα ήταν πολύ ξεχωριστή.
Ο
Γιαννάκης δεν ντράπηκε ποτέ για την
αδερφή του, μέχρι που άλλαξε σχολείο.
Στο καινούριο αυτό σχολείο, τα παιδιά
συνήθιζαν να κοροϊδεύουν όποιον ήταν
διαφορετικός. Την Μαρία την κουνελίτσα
την έλεγαν “θάμνο”, επειδή είχε φουντωτά
μαλλιά. Τον Ανέστη το ζαρκάδι “στραβάδι”
επειδή φορούσε κάτι μεγάλα στρόγγυλα
γυαλιά. Και την Κατερίνα την κοτούλα
“τρελή” επειδή περνούσε πολλές ώρες
διαβάζοντας βιβλία. Ο Γιαννάκης δεν
μίλησε ποτέ σε κανέναν για την αδερφούλα
του. Μόνο ο Κωστάκης ήξερε για την ύπαρξή
της και του είχε υποσχεθεί πως δεν θα
μιλούσε σε κανέναν... Αν τα άλλα παιδιά
μάθαιναν για την Αννούλα σίγουρα θα την
κορόιδευαν και θα την αποκαλούσαν
“καθυστερημένο”.
Ήταν
η πρώτη φορά που ο Γιαννάκης ένιωσε
ντροπή για την αδερφή του. Κάθε φορά που
οι γονείς του πρότειναν να βγουν όλοι
σαν οικογένεια βόλτα, εκείνος ισχυριζόταν
πως δεν είχε όρεξη, γιατί φοβόταν μήπως
τον δει κάποιος συμμαθητής του με την
Αννούλα. Μάλιστα, μερικές φορές, ο
Γιαννάκης θύμωνε με την αδερφή του,
επειδή δυσκολευόταν να καταλάβει κάποια
πράγματα. Τότε της φώναζε και της μιλούσε
άσχημα. Μα, σύντομα επέστρεφε, ζητώντας
της συγγνώμη, μετανιωμένος. Ήξερε πως
δεν έφταιγε εκείνη που ήταν διαφορετική.
Ευχόταν, όμως, να μπορούσε να γίνει κάτι
και να αλλάξει. Να γίνει κανονικό
αρκουδάκι.
Εκείνο
το πρωινό, η δασκάλα του Γιαννάκη τους
ζήτησε να ετοιμάσουν στο σπίτι μια
έκθεση με θέμα τον αδερφό ή την αδερφή
τους. Την επόμενη ημέρα ο καθένας θα
διάβαζε μπροστά σε όλη την τάξη το τι
κάνει ξεχωριστό τον αδερφό ή την αδερφή
του. Ο Γιαννάκης αγχώθηκε! Δεν μπορούσε
να γράψει αυτή την έκθεση... Πως θα μιλούσε
για την αδερφή του; Πως θα μπορούσε να
διαβάσει στους συμμαθητές του ότι αυτό
που κάνει ξεχωριστό την αδερφή του είναι
πως της λείπει ένα αυτί, η ουρά της είναι
πολύ μικρή και δεν είναι έξυπνη! Θα
γινόταν ο περίγελος της τάξης και δεν
θα είχε μούτρα να ξαναπάει ποτέ στο
σχολείο...
“Καλώς
τον Γιαννάκη!”, τον υποδέχτηκε η μητέρα
του, όταν έφτασε στο σπίτι.
Το
αγόρι δεν απάντησε παρά με κατεβασμένο
το κεφάλι κάθισε στον καναπέ του σαλονιού.
“Τι
σου συμβαίνει αγόρι μου;”, ρώτησε ανήσυχη
εκείνη που δεν τον είχε ξαναδει ποτέ
τόσο στεναχωρεμένο.
“Τίποτα”,
απάντησε το παιδί, θέλοντας να αποφύγει
την συζήτηση.
“Μα,
το βλέπω στο πρόσωπό σου. Πες μου τι σε
προβληματίζει. Μπορεί να σε βοηθήσω”.
“Η
δασκάλα μας ζήτησε να γράψουμε μια
έκθεση για τα αδέρφια μας. Τι τα κάνει
ξεχωριστά”.
“Και
δεν ξέρεις τι κάνει ξεχωριστή την αδερφή
σου, έτσι;”
“Ξέρω.
Τα αυτιά και η ουρά της. Αλλά δεν μπορώ
να το γράψω αυτό! Θα με κοροϊδεύουν!”.
“Πιστεύεις
ότι η εξωτερική εμφάνιση είναι αυτό που
ξεχωρίζει τον έναν από τον άλλο;”.
“Όχι,
μόνο. Αλλά, τι άλλο να γράψω; Ότι δεν
είναι έξυπνη;”.
Η
μητέρα καταλαβαίνοντας τους προβληματισμούς
του παιδιού της, το πήρε αγκαλιά και το
φίλησε στο μέτωπο.
“Θέλω
το απόγευμα να πας μια βόλτα με την
αδερφή σου μέχρι την λιμνούλα. Αν μείνετε
μόνοι σας, ίσως καταλάβεις τι είναι αυτό
που την κάνει ξεχωριστή”.
“Μα,
δεν έχω χρόνο! Πρέπει να γράψω την
έκθεση!”, απάντησε βιαστικά σκεπτόμενος
την πιθανότητα να τους δει κανένα μάτι
μαζί.
Αμέσως
έτρεξε και κλείστηκε στο δωμάτιο του.
Λίγο
αργότερα, τον επισκέφτηκε ο πατέρας
του.
“Η
μαμά σου μου είπε για το πρόβλημα σου”,
μίλησε στοργικά εκείνος.
“Εσύ
τι θα έγραφες στην θέση μου;”, ρώτησε ο
Γιαννάκης ελπίζοντας να του δώσει κάποια
καλή ιδέα.
“Νομίζω
ότι το καλύτερο που έχεις να κάνεις,
είναι να ακολουθήσεις την συμβουλή της
μητέρας σου”.
“Μα,
δεν προλαβαίνω!”.
“Ξέρεις,
γιε μου, καμιά φορά τα αυτονόητα είναι
μπροστά στα μάτια μας και όμως δεν τα
βλέπουμε”.
“Τι
θέλεις να πεις;”.
“Η
αδερφή σου έχει πολλά ξεχωριστά χαρίσματα
αλλά μέσα στην καθημερινότητα, πολύ
συχνά τα παραβλέπουμε. Αν περάσεις λίγο
χρόνο μαζί της, είμαι σίγουρος ότι θα
τα δεις και μόνος σου”.
Ο
πατέρας φίλησε τον Γιαννάκη στο μέτωπο
και έφυγε. Τώρα το παιδί ήταν ακόμη πιο
προβληματισμένο. Ποια θα μπορούσαν να
είναι τα τόσα πολλά χαρίσματα που έχει
η αδερφή του; Μάλλον, ως γονιός, ο πατέρας
του θα υπερέβαλε. Παρόλα αυτά, δεν έχανε
και τίποτα αν δοκίμαζε την συμβουλή της
μητέρας του. Άλλωστε δεν του είχε έρθει
στο μυαλό καμιά καλύτερη ιδέα για το τι
να γράψει.
Όταν
ο Γιαννάκης και η Αννούλα λίγες ώρες
αργότερα έφτασαν στην λιμνούλα, ο ήλιος
ξεκινούσε να δύει. Η αδερφή του έτρεξε,
αμέσως, στο νερό και άρχισε να πετάει
βότσαλα μέσα του, όπως της άρεσε να
κάνει. Ο Γιαννάκης κάθισε στο γρασίδι
και άρχισε να την παρατηρεί προσεκτικά.
Δυστυχώς, για αρκετή ώρα, δεν μπόρεσε
να βρει κάτι ξεχωριστό επάνω της.
Ξαφνικά
κάτι ένιωσε στο χέρι του και γύρισε να
δει τι ήταν. Ένα φίδι βρισκόταν εκεί.
Έντρομος, άρχισε να φωνάζει βοήθεια.
Θυμήθηκε τον μπαμπά του που τον είχε
συμβουλέψει πως αν έβλεπε κάποιο φίδι
θα έπρεπε να μείνει ακίνητος μέχρι να
φύγει. Ειδάλλως, θα του επιτίθονταν. Η
Αννούλα έτρεξε γρήγορα κοντά του.
“Τι
έπαθες, Γιαννάκη;”, τον ρώτησε αγχωμένη.
“Φοβάμαι,
Αννούλα! Είναι ένα φίδι στο χέρι μου!”,
απάντησε το αγόρι κλαίγοντας.
“Εγώ
θα σε σώσω!”, είπε το κοριτσάκι και
άρχισε να ψάχνει για κάτι.
“Αννούλα,
φοβάμαι! Θέλω την μαμά!”.
Η
αδερφή του δεν απάντησε, παρά επέστρεψε
κρατώντας στα χέρια της ένα μακρύ ξύλο.
Πλησίασε προς το χέρι του Γιαννάκη και
με το αντικείμενο έπιασε το φίδι και το
πέταξε παραπέρα. Το αγόρι σηκώθηκε,
αμέσως, όρθιο και έτρεξε μακριά προς
την λιμνούλα.
Η
Αννούλα πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε
σφιχτά, λέγοντας του πως δεν χρειάζεται
πλέον να φοβάται. Ο Γιαννάκης στην μικρή,
αλλά τόσο θερμή αγκαλιά της αδερφής
του, ένιωσε ασφάλεια. Η Αννούλα έβγαλε
από την τσέπη της μία σοκολάτα και την
έδωσε στον αδερφό της.
“Που
την βρήκες την σοκολάτα;”, ρώτησε το
αγόρι.
“Έχω
πάντα μία μαζί μου όταν ερχόμαστε στην
λιμνούλα. Γιατί ξέρω ότι φοβάσαι τα
φίδια και εδώ έχει πολλά. Ενώ η σοκολάτα
σε παρηγορεί και σε ευχαριστεί, όταν
είσαι στεναχωρεμένος”.
Ο
Γιαννάκης ένιωσε πολύ ευτυχισμένος.
“Πρέπει
να πάμε σπίτι. Νύχτωσε”, είπε η Αννούλα.
“Ωχ,
Αννούλα, έχεις δίκιο. Αλλά μέσα στο
σκοτάδι, δεν μπορώ να βρω το δρόμο της
επιστροφής!”, απάντησε ανήσυχος.
“Θα
μας οδηγήσω εγώ στο σπίτι. Έχω βάλει
σημάδια στην διαδρομή”.
Πράγματι.
Κάθε φορά που η οικογένεια πήγαινε στην
λιμνούλα, η Αννούλα συνήθιζε να ζωγραφίζει
αρκουδάκια σε διάφορα δέντρα σε όλη την
διαδρομή. Ο Γιαννάκης δεν έδωσε ποτέ
σημασία σε αυτήν της την συνήθεια. Νόμιζε
πως επρόκειτο απλά για ζωγραφιές, που
της άρεσε να κάνει. Όμως, η αδερφή του
ήταν πολύ έξυπνη και για άλλη μια φορά
κατάφερε να τον σώσει και να τον επιστρέψει
σώο και ασφαλή στο σπίτι.
“Πως
περάσατε;”, τους υποδέχτηκε η μαμά τους
όταν έφτασαν στο σπίτι.
“Ωραία”,
απάντησε η Αννούλα και πήγε για ύπνο.
“Πιστεύεις
πως μπορείς να γράψεις τώρα την έκθεσή
σου;”, ρώτησε η μητέρα τον Γιαννάκη.
“Σίγουρα”,
απάντησε το αγόρι απόλυτα ικανοποιημένο.
Το
επόμενο πρωινό, ο Γιαννάκης πήγε με κέφι
στο σχολείο. Πλέον ήξερε τι είναι αυτό
που κάνει την αδερφή του ξεχωριστή και
έτσι ζήτησε πρώτος να διαβάσει την
έκθεσή του.
“Μπορεί
όλα τα ζωάκια να είναι διαφορετικά, αλλά
η αδερφή μου είναι το πιο διαφορετικό
ζώο του κόσμου. Γεννήθηκε με ένα αυτάκι
λιγότερο και με μια ουρίτσα πολύ μικρή.
Δεν μοιάζει και πολύ με αρκουδάκι, αλλά
εμένα δεν με νοιάζει. Μπορεί να μην είναι
και η πιο έξυπνη αρκουδίτσα του κόσμου,
αλλά έχει άλλα πολύ καλύτερα χαρίσματα.
Η Αννούλα είναι γενναία και ευρηματική.
Αν και μικρότερη από εμένα, χτες με
προστάτεψε από έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο.
Χάρη στο εξαιρετικό της ταλέντο στην
ζωγραφική, με έσωσε χτες για δεύτερη
φορά επιστρέφοντας με το βράδυ στο
σπίτι. Με σκέφτεται συνέχεια και φροντίζει
ώστε να είμαι πάντα χαρούμενος. Η
αδερφούλα μου έχει έναν σπάνιο χαρακτήρα
και για αυτό την αγαπώ πολύ. Μα το
σημαντικότερο, αυτό που κάνει ξεχωριστή
την αδερφούλα μου, είναι πως είναι δική
μου αδερφούλα. Και είμαι πολύ χαρούμενος
που η Αννούλα είναι τόσο διαφορετική”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου