Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι

Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι
ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ, ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Ορισμοί αναπηρίας


Τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (το αναθεωρημένο Σύνταγμα της Ελλάδας (2001) έχει καθιερώσει τον όρο «άτομα με αναπηρίες», σε αντικατάσταση του όρου «άτομα με ειδικές ανάγκες») αναγνωρίζονται σε σειρά άρθρων του Συντάγματος της Ελλάδος (1975, 1986, 2001).
Με βάση το ιατρικό μοντέλο η αναπηρία χρειάζεται αποκατάσταση που παρέχεται από ειδικούς. Όμως, η αναπηρία δεν αποτελεί απλώς ένα πρόβλημα υγείας. Είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Με βάση το κοινωνικό μοντέλο η αναπηρία προσδιορίζεται από το κοινωνικό της πλαίσιο. Η αναπηρία είναι η απώλεια ή ο περιορισμός μιας συμμετοχής ή μιας λειτουργικότητας που προκαλείται από ένα σύγχρονο κοινωνικό οργανισμό (ή σύγχρονη οργάνωση της κοινωνίας), ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη του τους ανθρώπους με σωματικές ή νοητικές αναπηρίες ή δυσκολίες μάθησης αποκλείοντάς τους από τις κοινές κοινωνικές δραστηριότητες.

Η γλώσσα αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς, όπως αλλάζει και η κοινωνία μας. Επειδή η γλώσσα αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς κανόνες και τις αντιλήψεις μας, θα πρέπει η χρήση της και οι λέξεις που χρησιμοποιούμε να απεικονίζουν αυτές τις πεποιθήσεις. Με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, δε θα πρέπει να χρησιμοποιούμε λανθασμένους όρους ή όρους ασεβείς που υποτιμούν τον άνθρωπο και τη διαφορετικότητά του, όποια και αν είναι αυτή.

Το αν θα χρησιμοποιήσουμε το χαρακτηρισμό “άτομο με αναπηρία” ή “ανάπηρο άτομο” εξαρτάται από την προσωπική προτίμηση του ατόμου ή του συνόλου των ατόμων στο οποίο αναφερόμαστε καθώς δεν υπάρχει ομοφωνία στο ποιο στυλ προσδίδει περισσότερο σεβασμό. Η λέξη “ειδικός” χρησιμοποιείται τεχνικά (π.χ. “ειδική εκπαίδευση”), αλλά περαιτέρω χρήση της, π.χ. “ειδικές ανάγκες”, θα πρέπει να αποφεύγεται, αφού χρησιμοποιείται ευφημιστικά για να αποφευχθεί ένας όρος, συγκεκριμένα η αναπηρία ή λειτουργικότητα, σαν από ντροπή.

Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε προσβλητικούς όρους ή να φορτίζουμε αρνητικά όρους, όπως “τρελός”, “καθυστερημένος”, “ανίκανος”, “ηλίθιος”, “κουτσός”, “στραβός”, “ανάπηρος” για να αναφερθούμε σε άτομα που κατά την κρίση μας δρουν απογοητευτικά ή εκνευριστικά, ούτε καν χάριν αστεϊσμού. Εξίσου, δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε συγκαταβατικούς όρους, όπως “άτομα με ειδικές ικανότητες”, ή όρους εγκωμιαστικής υπερβολής, όπως “ήρωες της ζωής”, που υπονομεύουν την αντιμετώπιση των ατόμων με αναπηρία ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας.

Όταν θέλουμε να αναφερθούμε στα άτομα χωρίς αναπηρία σε αντιδιαστολή με τα άτομα με αναπηρία, τότε οι λέξεις “κανονικός”, “υγιής” και “αρτιμελής” δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντίθετα. Οι όροι που μπορούμε να επιλέξουμε είναι “άτομα χωρίς αναπηρία” ή “μη ανάπηρα άτομα” ή “άτομα χωρίς ορατή αναπηρία”.

Ο όρος “ασθενής” μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα ιατρικό περιβάλλον, αλλά δεν είναι όλες οι αναπηρίες ασθένειες. Η φράση “υποφέρει από "την τάδε πάθηση" πρέπει επίσης να αποφεύγεται, αφού είναι αρνητική. Στη θέση της να χρησιμοποιείται το “έχει  την τάδε πάθηση”.

Οι λέξεις που τελειώνουν σε “-ικός” (π.χ. δυσλεκτικός) πρέπει να αντικατασταθούν από τη φράση “άτομο με …” (π.χ. άτομο με δυσλεξία ), επειδή θεωρούνται προσδιοριστικοί του ατόμου μόνο βάσει της κατάστασής του.

Στον ορισμό της τύφλωσης δεν περιλαμβάνονται μόνο τα άτομα που “βλέπουν σκοτάδι” αλλά και άτομα με αντίληψη φωτός, που μπορούν να αντιληφθούν την παρουσία μεγάλων αντικειμένων, όπως δέντρα ή αυτοκίνητα. Οι όροι που χρησιμοποιούμε στην οπτική αναπηρία είναι α) “΄άτομο με τύφλωση” για τον άνθρωπο που έχει πλήρη απώλεια όρασης, β) “άτομο με νομική τύφλωση” για αυτόν ο οποίος ακόμη και με τη χρήση διορθωτικών φακών έχει οπτική οξύτητα μικρότερη του 1/20 της φυσιολογικής, δεν μπορεί δηλαδή να διακρίνει από απόσταση ενός μέτρου αυτό που ένας άνθρωπος με φυσιολογική όραση μπορεί να διακρίνει από τα είκοσι μέτρα, και γ) “άτομο με μειωμένη όραση” ή “άτομο με μερική απώλεια όρασης” για εκείνον ο οποίος ακόμη και με τη χρήση διορθωτικών φακών έχει οπτική οξύτητα μεταξύ του 1/20 και του 1/10 της φυσιολογικής. Ο όρος “άτομα με προβλήματα όρασης” δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται.

Όταν η απώλεια ακοής είναι ολική ονομάζεται “κώφωση”, ενώ όταν είναι μερική ονομάζεται “βαρηκοΐα” ή “μερική κώφωση”. Επομένως η σωστή ορολογία είναι “άτομο με κώφωση” και “άτομο με βαρηκοΐα”. Ο όρος “άτομα με προβλήματα ακοής” δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται. Η ανάπτυξη προφορικής γλώσσας στα παιδιά με κώφωση συνήθως καθυστερεί, δοθείσης όμως της ευκαιρίας μπορούν να μάθουν να επικοινωνούν χρησιμοποιώντας το γραπτό ή και τον προφορικό λόγο ή μέσω νοηματικής γλώσσας. Ο όρος “κωφάλαλος” χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει κάποιον κωφό που δεν μπορεί να εκφέρει προφορικό λόγο. Κοινωνικά ο ίδιος όρος πρέπει να αποφεύγεται, αφού τα κωφά άτομα εκφέρουν λόγο με κάποιο τρόπο (π.χ. νοηματική γλώσσα), ακόμη και αν δε γίνονται κατανοητοί από τους ακούοντες.

Τα άτομα που δεν μπορούν να μετακινηθούν με τα κάτω άκρα τους, χρησιμοποιούν “τροχοκάθισμα” ή “αναπηρικό αμαξίδιο”. Ο όρος “καροτσάκι” είναι λανθασμένος και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται, ενώ ο χαρακτηρισμός “καθηλωμένος” δίνει αρνητική διάσταση στο μέσο με το οποίο ο άνθρωπος αποκτά κινητικότητα, ελευθερία και ανεξαρτησία, οπότε δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης.

Οι λέξεις “σχιζοφρενής” ή “τρελός” είναι στιγματιστικοί όροι. Αντί αυτών θα έπρεπε να αναφερόμαστε στα άτομα με ψυχικά νοσήματα ως “άτομα με αναπηρία/δυσκολίες ψυχικής υγείας” ή “άτομα με ψυχική αναπηρία”.

Διαβάστε επίσης:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου