Έχοντας κάνει μια πρώτη προσπάθεια να σας εισάγω στον κόσμο των μαθησιακών δυσκολιών, θα αναφερθώ στην συνέχεια στις επιμέρους κατηγορίες των παραπάνω δυσκολιών.
- Θα ξεκινήσω με την πιο διαδεδομένη μαθησιακή δυσκολία που έχει ταλαιπωρήσει, όμως, πολύ τους ειδικούς. Η διαταραχή της ανάγνωσης ή αλλιώς δυσλεξία αποτελεί αντικείμενο έντονου προβληματισμού στην επιστημονική κοινότητα. Από την στιγμή της "ανακάλυψης" της μέχρι και σήμερα, έχουν δοθεί αρκετοί ορισμοί σε μια προσπάθεια εξήγησης του φαινομένου. Η ύπαρξη, όμως, τόσο πολλών ορισμών δείχνει ακριβώς την πολυπλοκότητα της δυσλεξίας, αλλά και την εμπλοκή επιστημόνων από διαφορετικούς κλάδους (γιατροί, ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί κτλ). Η αρχική προσέγγιση του φαινομένου έγινε από γιατρούς οι οποίοι εστίαζαν σε γεννητικές δυσλειτουργίες ή σε ελλιπή ωρίμανση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τις τελευταίες, όμως, δεκαετίες έγινε κατανοητό πως η δυσλεξία έχει αντίκτυπο και στην ψυχολογική κατάσταση του ατόμου. Έτσι, το ενδιαφέρον για την μελέτη της μετατοπίστηκε κυρίως στο χώρο της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής, δίνοντας μια πιο παιδαγωγική προσέγγιση του φαινομένου και λιγότερο ιατροκεντρική. Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα, οι επιστήμονες θεωρούν ότι η δυσλεξία παραμένει ένα ανεξιχνίαστο φαινόμενο και αδυνατούν να την ορίσουν επακριβώς. Στις μέρες μας ο όρος δυσλεξία χρησιμοποιείται σαν "ομπρέλα" κάτω από την οποία μπορούν να υπάρξουν πολλά διαφορετικά προβλήματα, ακόμη και η διαταραχή των μαθηματικών ή της γραπτής έκφρασης. Σύμφωνα με το DSM-IV, για να διαγνωστεί αυτή η διαταραχή θα πρέπει η αναγνωστική επίδοση του παιδιού να είναι σημαντικά κατώτερη από την αναμενόμενη, σε σχέση με την ηλικία και τη νοημοσύνη του και, επίσης, το αίτιο αυτής της διαταραχής δεν θα πρέπει να είναι κάποιο αισθητηριακό πρόβλημα (π.χ. δυσκολίες στην όραση). Πιο απλά, ένα παιδί με δυσλεξία εμφανίζει τις εξής χαρακτηριστικές δυσκολίες:
- 1) καθρευτισμοί (π.χ. διαβάζει "3" αντί για "ε", "φ" αντί για "ψ"),
- 2) αντιμεταθέσεις (π.χ. διαβάζει "αγρός" αντί για "αργός", "να" αντί για "αν"),
- 3) αναστροφές (π.χ. διαβάζει "μ" αντί για "η"),
- 4) παραλείψεις (π.χ. διαβάζει "πέρα" αντί για "πέτρα"),
- 5) δυσκολίες στην ανάγνωση και προφορά πολυσύλλαβων και ασυνήθιστων λέξεων και
- 6) ελλιπής κατανόηση του κειμένου.
- Όσον αφορά την διαταραχή των μαθηματικών, ή αλλιώς δυσαριθμησία, για άλλη μια φορά υπάρχουν έντονες διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών. Για πολλές δεκαετίες, οι μελετητές θεωρούσαν πως η δυσλεξία αφορούσε μονάχα τη γραφή και την ανάγνωση και έτσι δεν υπήρχε συσχετισμός ανάμεσα σε αυτήν και στις δυσκολίες στην αριθμητική. Σήμερα, όμως, θεωρείται πλέον αυτονόητο ότι η δυσλεξία ως δυσχέρεια στην επεξεργασία των γλωσσικών πληροφοριών περιλαμβάνει και δυσκολίες στο επίπεδο της κατανόησης των μαθηματικών εννοιών. Βέβαια, υπάρχει και μια μερίδα μελετητών που αναγνωρίζει τη δυσαριθμησία ως ανεξάρτητο και αυτόνομο σύνδρομο και υποστηρίζει το διαχωρισμό της δυσαριθμησίας έναντι της δυσλεξίας θεωρώντας πως πρόκειται για δύο διαφορετικά σύνδρομα, που ενδέχεται να εκδηλώνονται ανεξάρτητα. Το φαινόμενο αυτό μελετάται πλέον πιο συστηματικά, αφού όλο και περισσότεροι ερευνητές ασχολούνται με τις δυσκολίες των παιδιών στην αριθμητική. Σύμφωνα με το DSM-IV, για να δοθεί η διάγνωση της διαταραχής των μαθηματικών θα πρέπει η ικανότητα του παιδιού να κάνει αριθμητικές πράξεις να είναι κατά πολύ κατώτερη από την αναμενόμενη, για την ηλικία και τη νοημοσύνη του και, επίσης, οι δυσκολίες του αυτές να μην οφείλονται σε αισθητηριακό πρόβλημα (π.χ. ελλείμματα της οπτικής, ακουστικής ή νευρολογικής λειτουργίας). Οι δυσκολίες που συνήθως παρουσιάζουν τα άτομα αυτά είναι:
- 1) στις πράξεις πρόσθεσης στο επίπεδο υπέρβασης της δεκάδας,
- 2) σε κάθετες πράξεις, όπου γίνεται λανθασμένη τοποθέτηση των αριθμών,
- 3) στον πολλαπλασιασμό και στην διαίρεση επειδή δεν γνωρίζουν την προπαίδεια, αφενός, αλλά, και αφετέρου, λόγω των δυσκολιών στις πράξεις της πρόσθεσης και της αφαίρεσης,
- 4) δυσκολίες στην κατανόηση συνολικά του μαθηματικού προβλήματος (χρησιμοποιούνται τυχαία τα νούμερα που τους δίνονται, χωρίς να μπορούν να αιτιολογήσουν την λογική επίλυσης του προβλήματος),
- 5) δυσκολίες σε δραστηριότητες που αφορούν την αντίληψη ποσότητας, σε ομαδοποιήσεις, σειροθετήσεις, ταξινομήσεις, διάκριση των αριθμών και
- 6) προβλήματα μνήμης, καθώς δεν μπορούν να ανακαλέσουν αυτόματα και γρήγορα αριθμούς ή πράξεις, όταν τους ζητηθεί.
- Τέλος σχετικά με την διαταραχή της γραπτής έκφρασης, έχει παρατηρηθεί ότι τα προβλήματα στην γραφή συχνά συνδέονται και με άλλες μαθησιακές δυσκολίες, όπως με την διαταραχή στην ανάγνωση. Έρευνες άλλωστε έχουν δείξει ότι κάποια παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες έχουν δυσκολίες τουλάχιστον σε ένα τομέα της γραπτής έκφρασης (π.χ. συλλαβισμός, σύνταξη, λεξιλόγιο κτλ.). Τα παιδιά με αυτή την διαταραχή συνήθως δυσκολεύονται και σε δραστηριότητες που απαιτούν καλό συντονισμό χεριού - ματιού. Σύμφωνα με το DSM - IV, για να γίνει η διάγνωση αυτής της διαταραχής θα πρέπει οι δεξιότητες γραφής του παιδιού να είναι σημαντικά κατώτερες από τις αναμενόμενες, για την ηλικία και τη νοημοσύνη του και, επίσης, να μην υπάρχει κάποιο αισθητηριακό πρόβλημα (π.χ. βλάβες στην όραση ή δυσκολίες στην χρήση των χεριών). Τα άτομα με διαταραχή της γραπτής έκφρασης:
- 1) παραλείπουν, προσθέτουν, αντικαθιστούν γράμματα ή λέξεις είτε στην αντιγραφή, είτε στην καθ'υπαγόρευση ή ελεύθερη γραφή,
- 2) κάνουν καθρευτική γραφή (π.χ. "3" αντί για "ε"),
- 3) δυσκολεύονται στην αντιστοιχία συμβόλων και ήχων,
- 4) χρησιμοποιούν κεφαλαία γράμματα ανάμεσα σε μικρά (π.χ. ποΡτα),
- 5) δυσκολεύονται να διακρίνουν τα βασικά μέρη του λόγου (ουσιαστικό - ρήμα - επίθετο),
- 6) δυσκολεύονται στην τήρηση της δομής της πρότασης (υποκείμενα - ρήμα - αντικείμενο),
- 7) δεν βάζουν σημεία στίξης,
- 8) χρησιμοποιούν περιορισμένο λεξιλόγιο και
- 9) έχουν άσχημο γραφικό χαρακτήρα.
Εν κατακλείδι να αναφέρουμε ότι, αν και είναι δύσκολος ο υπολογισμός του ποσοστού εμφάνισης των μαθησιακών δυσκολιών (λόγω των προβλημάτων στον ορισμό τους), εκτιμάται πως το ποσοστό εμφάνισής τους στο μαθητικό πληθυσμό κυμαίνεται από 2-10%. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι το 60-80% των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες είναι αγόρια. Όμως, επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις οι εκπαιδευτικοί παραπέμπουν τα παιδιά για διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών, αυτό μπορεί πιθανόν να οφείλεται και στα προβλήματα συμπεριφοράς (ανυπακόη, θυμός, ενόχληση στο μάθημα), που συνήθως συνυπάρχουν και είναι πιο συχνά στα αγόρια. Σχετικά με την αιτιολογία, είναι δύσκολο να αποδώσουμε σε ένα και μόνο παράγοντα την ευθύνη για την εμφάνιση των μαθησιακών δυσκολιών. Και για άλλη μια φορά, οι ειδικοί διαφωνούν ως προς το αν οι νευρολογικές δυσλειτουργίες ή οι δυσκολίες στην φωνολογική ή γνωστική επεξεργασία ή οι ανεπάρκειες στην βραχύχρονη μνήμη αποτελούν τις πρωταρχικές αιτίες. Οι κοινωνικοί και οι πολιτισμικοί παράγοντες έχει βρεθεί ότι σχετίζονται σε μικρότερο βαθμό με την εμφάνιση των δυσκολιών. Είναι, όμως, γεγονός ότι η έγκαιρη διάγνωση και η αντιμετώπιση τους σχετίζεται, σε κάποιο βαθμό, με το κοινωνικοπολιτισμικό επίπεδο της οικογένειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου