Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι

Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι
ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ, ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Το λυπημένο σκυλάκι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μπεν. Κανονικά θα έπρεπε να το λένε λυπημένο, γιατί όλη του την ζωή λυπημένο ήταν. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, συνέχεια έκλαιγε. Σπάνιες ήταν οι στιγμές χαράς που είχε ζήσει.

Γεννήθηκε ένα κρύο χειμώνα στο σπίτι της οικογένειας Παπαρούνα. Μαζί με αυτόν, στον κόσμο ήρθαν άλλα πέντε κουταβάκια. Οι αδερφούλες του. Η μαμά τους ήταν πολύ στοργική και τα είχε συνεχώς κοντά της. Τα έγλυφε καθημερινά και τα θήλαζε για να μην πεινάσουν. Ακόμη και όταν ήταν κουρασμένη και προτιμούσε να βγει μια βόλτα στο πάρκο να ξεσκάσει, ξάπλωνε στο πλάι των παιδιών της κάθε φορά που εκείνα έκλαιγαν. Ο Μπεν, αν και δεν γνώρισε πολύ την μαμά του, πάντα θυμόταν το γλυκό πρόσωπό της.
Η οικογένεια Παπαρούνα είχε ένα αγοράκι τον Στέλιο. Ο Στέλιος από μικρός ήταν καλομαθημένος με αποτέλεσμα τώρα που έφτασε στα 12 να είναι πολύ ζωηρός. Στο σχολείο δημιουργούσε συνεχώς φασαρία και η γειτονιά έκανε παράπονα στους γονείς του για τις ζημιές που προκαλούσε. Η μαμά του, όμως, του είχε πολύ αδυναμία και συνεχώς τον δικαιολογούσε στους τρίτους. “¨Μικρός είναι ακόμη και δεν καταλαβαίνει” ή “Έχει πολλά χαρίσματα και μπροστά τους η ζωηρότητα φαντάζει μικρό ελάττωμα”, έλεγε με καμάρι.
Η κατάσταση, ωστόσο, ολοένα και χειροτέρευε. Μέχρι που στην οικογένεια προστέθηκαν και τα έξι κουταβάκια. Στο μυαλό του Στέλιου είχε καρφωθεί η ιδέα να κάνει διάφορα πειράματα με τα σκυλάκια για να δει πόσο αντέχουν. Η μαμά τους αντιλήφθηκε πως κάτι ετοίμαζε ο Στέλιος. Μέρες τώρα τον παρατηρούσε να φέρνει κάτι περίεργα αντικείμενα στο σπίτι και να τα κρύβει κάτω από το κρεβάτι του, όσο έλειπαν οι δικοί του. Μια φορά, μάλιστα, παρατρίχα πρόλαβε να σώσει το ένα κουταβάκι της από τα χέρια του Στέλιου που το είχε πιάσει και του τραβούσε, γελώντας, την ουρά.
Εκείνη η μέρα, όμως, ήταν καθοριστική. Όλη η οικογένεια καθόταν στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση. Η μαμά του Μπεν σηκώθηκε να πάει μέχρι την κουζίνα για να πιει από το μπολάκι της λίγο νερό. Ο Στέλιος βρήκε την ευκαιρία και πήρε στα χέρια του τον Μπεν. Χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς του έτρεξε προς το δωμάτιο του. Εκεί τον έδεσε με κάτι σχοινιά στα πόδια και άρχισε να τον τραβάει για να τον τεντώσει. Η μαμά του Μπεν άκουσε το παιδί της να κλαίει και έτρεξε να το σώσει. Θυμωμένη με τον Στέλιο, του επιτέθηκε και τον δάγκωσε.
Η μαμά του Μπεν αγαπούσε όλη την οικογένεια Παπαρούνα, ακόμη και τον ζωηρό γιο τους. Ποτέ δεν ήθελε να του κάνει κακό, αλλά δεν άντεχε να βλέπει τα παιδιά της να υποφέρουν.
Όταν οι γονείς επέστρεψαν από το νοσοκομείο, όπου έσπευσαν για να παρέχουν τις πρώτες βοήθειες στο παιδί τους, η κυρία Παπαρούνα ήταν αποφασισμένη.
“Πρέπει να στείλουμε την σκύλα για ευθανασία!”, έλεγε η γυναίκα, “Έχει γίνει πολύ επιθετική από τότε που γέννησε! Παραλίγο να προκαλέσει σοβαρή ζημιά στο παλικάρι μου!”.
“Μα, ο Στέλιος την προκάλεσε!”, μίλησε ο πατέρας, “Πειράζει συνεχώς τα κουταβάκια! Εκείνη δεν φταίει! Μάνα είναι, σαν κι εσένα, και ένιωσε ότι τα παιδιά της κινδυνεύουν!”.
Η απόφαση ήταν οριστική. Η μαμά του Μπεν την άλλη μέρα κιόλας πήγε για ευθανασία. Ο Μπεν τότε δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό. Το σίγουρο πάντως ήταν πως δεν ξαναείδε ποτέ την μαμά του...
Ο κύριος Παπαρούνας φοβούμενος για την σωματική ακεραιότητα των κουταβιών αποφάσισε να τα δώσει για υιοθεσία. Ο Μπεν βρήκε μια καινούρια οικογένεια που είχε τρία παιδιά.
Η οικογένεια Φράουλα αποτελούνταν από τον κύριο και την κυρία Φράουλα, τον Πάνο, την Μαίρη και την Κατερίνα. Τα τρία παιδιά ήταν πολύ χαρούμενα με την έλευση του νέου μέλους. Και ο Μπεν πίστεψε πως στην καινούρια του οικογένεια θα μπορούσε να χαμογελάσει.
Ένα χρόνο έμεινε μαζί τους. Μετά ο κύριος Φράουλας αποφάσισε πως ο Μπεν δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί. Ήταν μεγαλόσωμο σκυλί και δεν υπήρχε χώρος για αυτόν μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά στεναχωρέθηκαν πολύ. Τον αγαπούσαν σαν αδερφό τους τον Μπεν και δεν ήθελαν να φύγει.
“Μα, μπαμπά ο Μπεν είναι ήσυχος!”, έλεγε ο Πάνος, “Ένα χρόνο τον έχουμε και δεν έχει κάνει ποτέ ζημιά!”.
“Θα τον βγάζουμε τρεις φορές κάθε μέρα βόλτα στο πάρκο για να μην λερώνει το σπίτι!”, πρόσθετε η Μαίρη, “Εκεί θα τρέχει κιόλας και θα κουράζετε! Οπότε όταν θα έρχεται σπίτι θα είναι ήρεμος!”.
“Εν ανάγκη μπορούμε να τον αφήσουμε στο εξοχικό που έχουμε μεγάλο κήπο!”, υποστήριζε η Κατερίνα, “Θα τον επισκεπτόμαστε κάθε Σαββατοκύριακο για να βλέπουμε αν είναι καλά και για να του κάνουμε παρέα!”.
Ο κύριος Φράουλας, όμως, είχε πάρει την απόφασή του. Έτσι, ο Μπεν για άλλη μια φορά αναγκάστηκε να αλλάξει σπίτι. Αυτή την φορά τον υιοθέτησε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έμενε στην εξοχή. Ο κύριος και η κυρία Μαρούλι χρειάζονταν ένα σκύλο για να προσέχει τα πρόβατά τους.
Ο Μπεν αποδείχτηκε πιστός φύλακας. Πρόσεχε πολύ καλά όλο το κοπάδι και φρόντιζε να μην ξεφύγει κανένα. Ήταν πιστός στα αφεντικά του και υπάκουε σε κάθε εντολή τους. Μαζί τους έμεινε δύο χρόνια και φαινόταν ότι θα έμενε εκεί μέχρι τα βαθιά γεράματα. Όμως, η μοίρα του επιφύλασσε ένα άσχημο “παιχνίδι”.
Ένα πρωινό, όπως κάθε μέρα, ξεκίνησε με τον κύριο Μαρούλι να πάνε το κοπάδι στο βουνό για να βοσκήσει. Η διαδρομή μέχρι το βουνό ήταν συνήθως ήσυχη. Χρειαζόταν να περάσουν έναν αυτοκινητόδρομο, αλλά σπάνια περνούσαν αμάξια από εκεί. Επομένως, δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο το κοπάδι. Μπροστά ο κύριος Μαρούλι και στο τέλος ο Μπεν να ελέγχει μήπως κανένα πρόβατο ξέφευγε από την σειρά.
Πέρασαν όλα τα πρόβατα τον δρόμο, αλλά η μικρή προβατίνα που γεννήθηκε πρόσφατα δεν είχε μάθει ακόμη τα κατατόπια. Έτσι, ξεστράτισε από την ουρά και έμεινε στην μέση του δρόμου να ψάχνει την μαμά της. Ο Μπεν έτρεξε να την μαζέψει, σαν πιστός φύλακας. Ξαφνικά, όμως, από το πουθενά εμφανίστηκε ένα τρακτέρ. Ο Μπεν μπήκε στην μέση για να σώσει το προβατάκι και το τρακτέρ τον χτύπησε.
Ο κύριος Μαρούλι που αγαπούσε πολύ τον Μπεν τον πήγε αμέσως στον κτηνίατρο του χωριού. Δυστυχώς, το ζώο είχε χτυπηθεί πολύ. Καμία θεραπεία δεν μπορούσε να του βοηθήσει το δεξί πίσω πόδι. Θα έμενε κουτσός.
Πίσω στο σπίτι, η κυρία Μαρούλι στεναχωρέθηκε πολύ για τον Μπεν. Τον αγαπούσε σαν παιδί της. Τόσο αυτή, όμως, όσο και ο άντρας της ήξεραν ότι ο Μπεν δεν μπορούσε πλέον να τους βοηθήσει. Με ένα πόδι λιγότερο δεν θα ήταν τόσο γρήγορος, όσο χρειάζονταν για να φυλάει το κοπάδι.
Ο κύριος Μαρούλι κράτησε τον Μπεν μερικές μέρες ακόμη στο σπίτι, μέχρι να γινόταν τελείως καλά από το ατύχημα. Έπειτα, τον πήγε στην πόλη. Ένας φίλος του είχε ένα μαγαζί με κατοικίδια. Ήξερε πως αν άφηνε εκεί τον Μπεν θα μπορούσαν να του βρουν μια καλή οικογένεια, η οποία θα τον φρόντιζε και θα τον αγαπούσε παρά το πρόβλημά του.
Ο Μπεν ήταν φοβισμένος. Εκείνη την ημέρα, μαζί με αυτόν ήρθαν άλλα τρία σκυλιά στο κατάστημα. Τα είχε φέρει μια κυρία. Ήταν πέντε μηνών κουταβάκια. Η σκυλίτσα της είχε γεννήσει δέκα και φυσικά η ίδια δεν μπορούσε να τα αναλάβει όλα. Έδωσε τα εφτά για υιοθεσία, αλλά τα υπόλοιπα της έμειναν. Έτσι, αποφάσισε να τα φέρει στον καλό της φίλο τον Μιχάλη, τον ιδιοκτήτη αυτού του μαγαζιού.
Ο κύριος Μαρούλι εξήγησε στον Μιχάλη ότι είχε δουλειά και βιαζόταν. Έτσι, άφησε σε μια άκρη τον Μπεν χωρίς να προλάβει να πει στον κύριο για το πρόβλημα που είχε ο σκύλος του. Χαιρέτησε με ένα φιλικό χάιδεμα στο κεφάλι τον Μπεν και έφυγε.
Ο Μιχάλης ήταν ικανοποιημένος με τα τρία κουτάβια. Φαινόντουσαν απόλυτα υγιή και αρτιμελή. Θα μπορούσε σύντομα να τα πουλήσει και σε καλή τιμή. Τα έβαλε σε ένα κλουβί μπροστά στην βιτρίνα για να τα βλέπουν οι περαστικοί. Έπειτα, κίνησε προς τον Μπεν.
“Τι κάνεις φιλαράκο;”, του είπε φιλικά και τον χάιδεψε στο λαιμό.
Ο Μπεν κούνησε χαρούμενος την ουρά του. Ο Μιχάλης φαινόταν καλός άνθρωπος. Ίσως να τον έπαιρνε εκείνος στο σπίτι του και να τελείωναν τα βάσανά του.
“Είσαι μεγαλόσωμος και θα δυσκολευτώ να σε δώσω. Αλλά φαίνεσαι χαρούμενο σκυλί και αυτό το εκτιμούν οι άνθρωποι”.
Ο Μπεν στα λόγια αυτά χάρηκε πολύ και άρχισε να του γλύφει τα χέρια.
“Σιγά βρε, σιγά”, είπε με αγάπη ο Μιχάλης σπρώχνοντας στην άκρη το κεφάλι του ζώου για να σταματήσει.
Έπειτα, έπιασε το λουρί του και κίνησε για να τον δέσει λίγο παρακάτω. Και τότε αποκαλύφτηκε το πρόβλημα του Μπεν. Ο καημένος προσπάθησε να περπατήσει όσο καλύτερα γινόταν, αλλά δεν μπορούσε να κρύψει για πολύ το ότι ήταν κουτσός.
“Μα, που να πάρει!”, είπε θυμωμένα ο Μιχάλης, “Ο κύριος Μαρούλι με ξεγέλασε! Τι να σε κάνω εσένα; Εσύ είσαι κουτσός! Ποιος θα θέλει να πάρει έναν σκύλο σαν εσένα;”.
Ο Μπεν ένιωσε πολύ άσχημα. Δεν του είχαν μιλήσει ποτέ ξανά έτσι. Κατέβασε τα αυτιά του στεναχωρεμένος και έκρυψε την ουρά κάτω από τα σκέλια του. Ο Μιχάλης κίνησε προς το τηλέφωνο. Πήρε κάποιον γνωστό του, εν ονόματι Μάρκο. Του εξήγησε για την περίπτωσή του και τον ρώτησε πόσο γρήγορα θα μπορούσε να κλείσει ένα ραντεβού. Ο Μάρκος προφανώς του είπε για την άλλη εβδομάδα, το συντομότερο. Ο Μιχάλης έκλεισε νευριασμένος το τηλέφωνο.
“Λυπάμαι, φιλαράκο, αλλά δεν μπορώ να σε κρατήσω.”, του είπε καθώς τον έδενε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, “Την άλλη εβδομάδα θα σε πάω για ευθανασία”.
Μετά από τόσες περιπέτειες, ο Μπεν ήξερε πλέον τι σήμαινε ευθανασία. Εκείνη την στιγμή ένιωσε πιο λυπημένος από ποτέ. Ίσως για αυτό θα έπρεπε να τον λένε Λυπημένο και όχι Μπεν...
Μέσα στις επόμενες ώρες ο Μιχάλης πούλησε τα δύο καινούρια κουταβάκια και μάλιστα σε πολύ ακριβή τιμή. Το ένα πήγε σε μια οικογένεια με ένα κοριτσάκι και το άλλο σε μια οικογένεια με δίδυμα αγοράκια. Σίγουρα θα ήταν πολύ ευτυχισμένα εκεί που πήγαιναν, σκεφτόταν διαρκώς ο Μπεν.
Αργά το απόγευμα στο μαγαζί μπήκε ένα ζευγάρι με ένα κοριτσάκι. Πρέπει να ήταν στην ηλικία του Στέλιου και την έλεγαν Αγάπη. Ο Μιχάλης έτρεξε να τους εξυπηρετήσει. Ήθελαν ένα σκυλάκι. Ο Μπεν ήταν σίγουρος πως θα διάλεγαν το τελευταίο κουταβάκι. Πράγματι, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος τους έδειξε εκείνο. Με υπερηφάνεια τους μιλούσε για την ράτσα και τα προτερήματά του. Η Αγάπη, όμως, δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται. Διακριτικά έφυγε από τους ενήλικες και προχώρησε προς τον Μπεν.
Ο Μπεν την κοίταξε παραξενεμένος. Τι μπορεί να ήθελε από αυτόν, όταν της έδειχναν ένα τόσο όμορφο κουτάβι;
Η Αγάπη κάθισε δίπλα του και άρχισε να τον χαϊδεύει. Πρόσεξε το τραυματισμένο του πόδι, μα δεν ενδιαφέρθηκε. Ο Μπεν ήταν ο καλύτερος σκύλος και τον αγάπησε αμέσως. Την αγάπη αυτή ένιωσε και εκείνος και της την ανταπέδωσε ακουμπώντας το κεφάλι του στα πόδια της.
“Που πήγε η Αγάπη;”, ανησύχησε η μητέρα της.
“Εκεί είναι”, είπε ο πατέρας της και έδειξε προς το μέρος του Μπεν, “Νομίζω βρήκε το σκύλο που ήθελε”.
“Αυτός δεν κάνει”, είπε ο Μιχάλης, “Θα πάει για ευθανασία την άλλη εβδομάδα. Είναι ένα άχρηστο σαράβαλο! Το πίσω του πόδι είναι κουτσό! Τι να το κάνετε στο σπίτι σας ένα τέτοιο πλάσμα; Ενώ αυτό εδώ το κουτάβι είναι τέλειο!”.
“Ένα τέτοιο πλάσμα;”, απογοητεύτηκε η μητέρα της Αγάπης, “Ξέρετε η κόρη μας γεννήθηκε κουφή και δεν μιλάει! Δεν είναι τέλεια, αλλά έχει την ανάγκη για αγάπη και αποδοχή, όπως όλα τα παιδιά! Ντροπή σας να θέλετε να σκοτώσετε ένα πλάσμα μόνο και μόνο επειδή δεν είναι αρτιμελές!”
Ο Μιχάλης ένιωσε άσχημα. Κοιτούσε την Αγάπη και τον Μπεν και κατάλαβε πόσο πολύ είχαν ταιριάξει. Κανένας τους δεν ήταν τέλειος. Όμως, είχαν και οι δύο ανάγκη για αγάπη και αποδοχή παρά τις δυσκολίες του.
“Μπορείτε να τον πάρετε”, είπε τελικά ο Μιχάλης, “Σας τον χαρίζω.”

Η Αγάπη έδωσε δικό της όνομα στον Μπεν. Τον φώναζε Χάπι που στα αγγλικά σημαίνει χαρούμενος. Γιατί δεν είχε δει ποτέ στην ζωή της πιο ευτυχισμένο και χαρούμενο ζώο από εκείνον. Αλλά και εκείνος έκανε κάθε μέρα την ζωής της νέας του οικογένειας πιο φωτεινή και πιο χαρούμενη από ποτέ!

2 σχόλια:

  1. τι υπεροχο παραμυθι!Αραγε θα μπορουσα να το πω στον 3 χρονων γιο μου ή να περιμενω λιγο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φυσικά και μπορείτε! Ωστόσο, δεν θα είναι σε θέση να το κατανοήσει πλήρως. Καλό θα είναι να συνεχίσετε να του το διαβάζετε καθώς θα μεγαλώνει.

      Φιλικά,
      Μαριάνθη

      Διαγραφή