Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι

Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι
ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ, ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Ενούρηση και εγκόπριση


Αν και το θέμα της τουαλέτας είναι ένα θέμα που οι περισσότεροι γονείς αποφεύγουν να συζητήσουν, παρόλα αυτά, πολλά παιδιά αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα στον έλεγχο των σφιγκτήρων τους. Ο έλεγχος των σφιγκτήρων κατακτάται από το παιδί στην ηλικία μεταξύ των δύο και τριών ετών. Η απόχτηση αυτής της ικανότητας δεν αποτελεί μόνο ένα αναπτυξιακό επίτευγμα, αλλά και μια μορφή κοινωνικοποίησης, διότι η απόχτηση ελέγχου της απεκκριτηκής λειτουργίας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές επιταγές. Για να επιτείχει το παιδί να ελέγχει τους σφιγκτήρες του χρειάζεται τόσο η βιολογική ωρίμανση (η οποία δεν υπήρχε στην βρεφική ηλικία γιατί η απέκκριση γινόταν με αντανακλαστικό τρόπο), όσο και η κατάλληλη εκπαίδευση από τους γονείς. Συνήθως το στάδιο αυτό διανύεται χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Ωστόσο, πολλές φορές η πορεία αυτή δεν είναι ομαλή και τότε μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα που, εν συντομία, ονομάζονται διαταραχές της απέκκρισης.
Σύμφωνα με το DSM-IV, οι διαταραχές της απέκκρισης διακρίνονται σε ενούρηση και εγκόπριση.
Ενούρηση είναι η επαναλαμβανόμενη ούρηση στο κρεβάτι ή στα ρούχα (ακούσια ή εκούσια) η οποία δεν οφείλεται στην δράση κάποιων ουσιών (π.χ. διουρητικών) ή σε κάποια ασθένεια (π.χ. διαβήτης, επιληψία). Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι αναμενόμενη της ηλικίας και του αναπτυξιακού σταδίου του παιδιού. Η ενούρηση μπορεί να εμφανίζεται μόνο τη νύχτα (νυτερινή ενούρηση), μόνο την μέρα (ημερήσια ενούρηση) ή οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας (συνδυασμός νυχτερινής και ημερήσιας ενούρησης). Ο πιο συχνός τύπος είναι η νυχτερινή ενούρηση, ενώ η ημερήσια εμφανίζεται συχνότερα στο κορίτσια.
Όταν ένα παιδί δεν έχει αποχτήσει καθόλου τον έλεγχο της κύστης του μέχρι την ηλικία των πέντε ετών, τότε παρουσιάζει πρωτοπαθή ενούρηση. Όταν, όμως, έχει προηγηθεί μια περίοδος όπου το παιδί κατάφερε να ελέγξει την κύστη του και έπειτα εμφανίστηκε η ενούρηση, τότε πρόκειται για δευτεροπαθή ενούρηση. Γενικά, η δευτεροπαθή ενούρηση συνυπάρχει μαζί με άλλα ψυχολογικά προβλήματα, για αυτό και θεωρείται ψυχογενής.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η ενούρηση προκαλεί προβλήματα στην καθημερινότητα του παιδιού, στο σχολείο, στις σχέσεις του με τους συνομήλικους και με τους γονείς. Παιδιά με ενούρηση αποφεύγουν να πηγαίνουν σε πάρτη ή σε σχολικές εκδρομές, νιώθουν έναν έντονο φόβο ότι οι φίλοι θα μάθουν για το πρόβλημά τους και θα τα κοροϊδεύουν, ενώ άλλα δίνουν την αίσθηση ότι δεν τους απασχολεί το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Το ποσοστό εμφάνισης της ενούρησης κυμαίνεται στο 1-2% και συνήθως εμφανίζεται σε παιδιά από οικογένειες χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου ή σε παιδιά από ιδρύματα, λόγω ελλιπούς εκπαίδευσης στην ατομική υγιεινή. Αν και δεν παρατηρείται διαφορά στην συχνότητα εμφάνισης της ενούρησης ανάμεσα στα δύο φύλα μέχρι τα 10 έτη, από τα 11 και έπειτα ο αριθμός των αγοριών διπλασιάζεται.
Όσον αφορά την αιτιολογία, στην περίπτωση της πρωτοπαθούς ενούρησης τα αίτια συνήθως είναι οργανικά. Στην περίπτωση της δευτεροπαθούς ενούρησης, τα αίτια είναι ψυχολογικά. Πρόκειται για την αντίδραση των παιδιών σε διάφορα στρεσογόνα γεγονότα, όπως ο θάνατος στην οικογένεια, η εμφάνιση ενός μωρού, το διαζύγιο κ.τ.λ. Στην περίπτωση μάλιστα της γέννησης ενός μωρού, οι ψυχαναλυτές υποστηρίζουν πως το παιδί μέσω της ενούρησης επιστρέφει σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης, προκειμένου να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την φροντίδα των γονιών του.
Τέλος, όσον αφορά την θεραπεία διάφορες συμπεριφορικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται. Η πιο γνωστή είναι η μέθοδος του ηλεκτρικού κουδουνιού (pad-and-bell). Ένα κουδούνι συνδέεται με το στρώμα που κοιμάται το παιδί και κάθε φορά που πέφτουν κάποιες σταγόνες ούρων χτυπάει με αποτέλεσμα να ξυπνάει το παιδί. Το παιδί σταδιακά μαθαίνει να αναγνωρίζει τα σημάδια και να ξυπνάει για να πάει τουαλέτα, χωρίς να χρειάζεται να χτυπήσει το κουδούνι.
Εγκόπριση είναι η επαναλαμβανόμενη κένωση κοπράνων σε ακατάλληλα μέρη (ρούχα, πάτωμα κ.τ.λ.) είτε ακούσια είτε εκούσια, η οποία δεν οφείλεται στην δράση κάποιων ουσιών (π.χ. καθαρτικών) ή σε κάποια ασθένεια. Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι αναμενόμενη της ηλικίας και του αναπτυξιακού σταδίου του ατόμου. Για άλλη μια φορά, η εγκόπριση μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η εγκόπριση προκαλεί προβλήματα στην καθημερινότητα του παιδιού, στο σχολείο, στις σχέσεις του με τους συνομήλικους και με τους γονείς. Παιδιά με εγκόπριση αποφεύγουν να πηγαίνουν σε πάρτη ή σε σχολικές εκδρομές, νιώθουν έναν έντονο φόβο ότι οι φίλοι θα μάθουν για το πρόβλημά τους και θα τα κοροϊδεύουν, ενώ άλλα δίνουν την αίσθηση ότι δεν τους απασχολεί το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Το ποσοστό εμφάνισης της εγκόπρισης κυμαίνεται από 1,5-3% και εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στα αγόρια από ότι στα κορίτσια.
Όπως και στην περίπτωση της ενούρησης έτσι και εδώ, τα αίτια της πρωτοπαθούς εγκόπρισης συνήθως είναι οργανικά, ενώ στην περίπτωση της δευτεροπαθούς τα αίτια είναι ψυχολογικά. Πρόκειται για την αντίδραση των παιδιών σε διάφορα στρεσογόνα γεγονότα, όπως ο θάνατος στην οικογένεια, η εμφάνιση ενός μωρού, το διαζύγιο κ.τ.λ. 
Τέλος, όσον αφορά την θεραπεία, για άλλη μια φορά, διάφορες συμπεριφορικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται προκειμένου το παιδί να μάθει να αναγνωρίζει τις κατάλληλες ενδείξεις και να πηγαίνει στην τουαλέτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου