Ο ύπνος διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο ο άνθρωπος διανύει ένα κύκλο με διάφορες φάσεις ύπνου και εγρήγορσης, που ονομάζεται κιρκάδιος κύκλος. Η ρύθμιση του κιρκάδιου κύκλου, και άρα του προγράμματος ύπνου στα παιδιά, επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις απαιτήσεις των γονέων αλλά και από το πολιτισμικό πλαίσιο. Η διάρκεια του ύπνου, όπως είναι γνωστό, αλλάζει με βάση την ηλικία του ατόμου. Οι ειδικοί έχουν βρει πως ένας κύκλος ύπνου αποτελείται από δύο φάσεις: τη NREM (Non Rapid Eye Movement) και τη REM (Rapid Eye Movement). Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από μείωση της ροής του αίματος στον εγκέφαλο, πτώση της θερμοκρασίας του εγκεφάλου και φυσιολογική λειτουργία της αναπνοής, του ρυθμού της καρδιάς και της πίεσης. Σε αυτή την περίοδο τα μάτια μας δεν κινούνται (εξού και η ονομασία Non Rapid Eye Movement). Η δεύτερη φάση χαρακτηρίζεται από κινήσεις στο σώμα και στο πρόσωπο, μεγαλύτερη ροή του αίματος στον εγκέφαλο, αύξηση της θερμοκρασίας του εγκεφάλου και ακανόνιστη λειτουργία της αναπνοής, του ρυθμού της καρδιάς και της πίεσης. Σε αυτή την περίοδο τα μάτια μας κινούνται πολύ γρήγορα (εξού και η ονομασία Rapid Eye Movement). Τα βρέφη εναλλάσσουν τις δύο αυτές φάσεις κάθε 50-60 λεπτά, ενώ οι ενήλικες κάθε 80-100 λεπτά. Στην φάση REM οι ειδικοί θεωρούν πως βλέπουμε τα όνειρα και τότε εμφανίζονται οι περισσότερες διαταραχές του ύπνου.
Αν και οι διαταραχές του ύπνου δεν εκδηλώνονται συχνά στα παιδιά και στους εφήβους, εντούτοις αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα που ταλαιπωρεί πολλούς γονείς. Οι διαταραχές του ύπνου διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία. Έτσι, τα βρέφη συνήθως δυσκολεύονται να κοιμηθούν ή να διατηρήσουν τον ύπνο τους κατά την διάρκεια της νύχτας, το οποίο αξιολογείται από τους γονείς άλλοτε ως προβληματική και άλλοτε ως μη προβληματική κατάσταση. Στην σχολική ηλικία οι δυσκολίες εντοπίζονται στην άρνηση των παιδιών να πέσουν για ύπνο, ενώ στην εφηβεία στην ανάγκη των ατόμων για περισσότερο ύπνο. Όταν, μάλιστα, οι απαιτήσεις του σχολείου αναγκάζουν τους έφηβους να διαβάζουν μέχρι αργά το βράδυ, συνηθίζουν να εκδηλώνουν συμπτώματα όπως υπνηλία, κόπωση, ευερεθιστότητα και δυσκολία συγκέντρωσης κατά την διάρκεια της ημέρας.
Σύμφωνα με το DSM-IV, οι διαταραχές του ύπνου διακρίνονται σε πρωτοπαθείς και σε αυτές που οφείλονται σε κάποια άλλη ψυχική διαταραχή ή σε χρήση ουσιών. Στην δεύτερη περίπτωση οι διαταραχές ύπνου είναι, μάλλον, ένα ακόμη σύμπτωμα μαζί με άλλα στα πλαίσια μιας γενικότερης ψυχικής διαταραχής (π.χ. κατάθλιψη, αγχώδης διαταραχή κ.τ.λ.) ή στα πλαίσια της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ κ.τ.λ. Οι πρωτοπαθείς διαταραχές διακρίνονται στις δυσυπνίες και στις παραυπνίες.
Οι δυσυπνίες είναι πιο συχνές στα παιδιά και διακρίνονται στην πρωτοπαθή αϋπνία, στην πρωτοπαθή υπερυπνία, στη ναρκοληψία, στη συνδεόμενη με την αναπνοή διαταραχή του ύπνου και στην διαταραχή του κιρκαδιανού ρυθμού του ύπνου.
Η πρωτοπαθής αϋπνία αναφέρεται στην δυσκολία επέλευσης ή διατήρησης του ύπνου για τουλάχιστον ένα μήνα, προκαλώντας έκπτωση της κοινωνικής, σχολικής κ.τ.λ. λειτουργικότητας του ατόμου. Εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στα βρέφη και στα νήπια (25-50%). Όσον αφορά την αιτιολογία, συνήθως προκαλείται από οργανικά προβλήματα, όπως ωτίτιδες ή κρυολογήματα.
Η πρωτοπαθής υπερυπνία αναφέρεται στην υπερβολική υπνηλία για τουλάχιστον ένα μήνα, όπως αποδεικνύεται είτε από επεισόδια παρατεταμένου ύπνου είτε από επεισόδια ύπνου κατά την διάρκεια της ημέρας. Στα παιδιά εκδηλώνεται συνήθως σε περιόδους κατά τις οποίες βρίσκονται σε χαμηλή διέγερση, όπως όταν βλέπουν τηλεόραση. Κατά την διάρκεια αυτών των επεισοδίων, έχουν τα μάτια ανοιχτά, αλλά μπορούν να απαντήσουν μονολεκτικά μόνο σε απλές ερωτήσεις και δυσκολεύονται στην απόχτηση καινούριας γνώσης. Η διάγνωση της πρωτοπαθούς υπερυπνίας είναι δύσκολη γιατί πολλές φορές συγχέεται με την ήπια νοητική υστέρηση, εξαιτίας της δυσκολίας των παιδιών για μάθηση. Όσον αφορά την αιτιολογία, είναι συνήθως αποτέλεσμα ασταθούς προγράμματος ύπνου.
Η ναρκοληψία αναφέρεται στις ξαφνικές εναλλαγές ύπνου-εγρήγορσης καθημερινά για τουλάχιστον τρεις μήνες. Το άτομο μπορεί να εμφανίζει ένα ή και τα δύο από τα παρακάτω: 1) καταπληξία, δηλαδή σύντομα επεισόδια αιφνίδιας απώλειας του μυικού τόνου και 2) επανειλημμένες παρεμβολές του ύπνου REM, ενώ το άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση και χωρίς να έχει προηγηθεί η φάση NREM. Κατά την αλλαγή αυτή είναι σύνηθες το άτομο να βιώνει ψευδαισθήσεις. Η διαταραχή αυτή συνήθως εμφανίζεται στην εφηβεία για πρώτη φορά, αν και είναι αρκετά σπάνια (4-7 περιπτώσεις στις 10.000). Όσον αφορά την αιτιολογία, οφείλεται σε κάποια νευρολογική δυσλειτουργία η οποία επηρεάζει την ικανότητα του παιδιού να εισέλθει και να εξέλθει στην φάση REM.
Η συνδεόμενη με την αναπνοή διαταραχή του ύπνου αναφέρεται στην αποδιοργάνωση του ύπνου που οδηγεί σε υπερβολική υπνηλία ή αυπνία, η οποία κρίνεται ότι οφείλεται σε κάποια συνδεόμενη με τον ύπνο αναπνευστική ανεπάρκεια. Στα παιδιά η διαταραχή αυτή παίρνει την μορφή του συνδρόμου αποφρακτικής υπνικής άπνοιας και χαρακτηρίζεται από δυνατό ροχαλητό, που ακολουθείται από παύσεις άπνοιας και σύντομες εγέρσεις ή ανήσυχες κινήσεις. Η διαταραχή αυτή παρερμηνεύεται ως ΔΕΠ-Υ ή μαθησιακή δυσκολία, διότι τα παιδιά εξαιτίας του ανήσυχου ύπνου παρουσιάζουν συμπτώματα απροσεξίας ή υπερκινητικότητας στο σχολείο. Το ποσοστό εμφάνισης αυτής της διαταραχής είναι 1-2% των παιδιών σχολικής ηλικίας. Όσον αφορά την αιτιολογία, συνήθως οφείλεται σε κρεατάκια.
Η διαταραχή του κιρκαδιανού ρυθμού του ύπνου αναφέρεται σε ένα επαναλαμβανόμενο πρότυπο αποδιοργάνωσης του ύπνου που οδηγεί σε υπερβολική υπνηλία ή αυπνία, το οποίο οφειλεται σε κακή συναρμογή μεταξύ του προγράμματος ύπνου-εγρήγορσης που απαιτείται από το περιβάλλον του ατόμου και από το δικό του κιρκαδιανό κύκλο. Η διαταραχή αυτή συνήθως εμφανίζεται στην εφηβεία και η διάρκειά της είναι προσωρινή. Το ποσοστό εμφάνισης αυτής της διαταραχής ανέρχεται στο 7% των εφήβων. Όσον αφορά την αιτιολογία, συνήθως οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η πολύωρη μελέτη κατά την διάρκεια της νύχτας.
Οι παραυπνίες διακρίνονται σε διαταραχή εφιαλτών, διαταραχή ενύπνιου τρόμου και διαταραχή υπνοβασίας.
Η διαταραχή εφιαλτών αναφέρεται σε επανειλλημένες αφυπνίσεις από τον ύπνο με λεπτομερή ανάκληση εκτενών και εξαιρετικά τρομακτικών ονείρων, τα οποία συνήθως αφορούν απειλές κατά της επιβίωσης, της ασφάλειας ή της αυτοεκτίμησης. Μόλις το άτομο ξυπνίσει, ανακτά γρήγορα τον προσανατολισμό του και την εγρήγορση, σε αντίθεση με την διαταραχή ενύπνιου τρόμου, που θα δούμε παρακάτω. Οι εφιάλτες συνήθως ξεκινούν στα τρία με έξι χρόνια και σχετίζονται με αγχώδεις ή συναισθηματικά τραυματικές εμπειρίες της ζωής. Το ποσοστό εμφάνισης αυτής της διαταραχής κυμαίνεται στο 10-50% των παιδιών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, πρόκειται για μεμονωμένα και παροδικά περιστατικά.
Η διαταραχή του ενύπνιου τρόμου αναφέρεται σε επανειλημμένα επεισόδια αιφνίδιας αφύπνισης από τον ύπνο, τα οποία αρχίζουν με κραυγή πανικού και συνοδεύονται από έντονο φόβο, ταχυκαρδία, ταχύπνοια, εφίδρωση και σχετική έλλειψη απαντητικότητας του ατόμου στις προσπάθειες των άλλων να το ηρεμήσουν. Το άτομο αδυνατεί να θυμηθεί το όνειρο και φαίνεται αποδιοργανωμένο για μερικά λεπτά. Το ποσοστό εμφάνισης αυτής της διαταραχής είναι 2-5% του μαθητικού πληθυσμού.
Η διαταραχή υπνοβασίας αναφέρεται σε επαναλαμβανόμενα επεισόδια έγερσης από το κρεβάτι και βάδισης κατά την διάρκεια του ύπνου. Κατά την διάρκεια της υπνοβασίας το άτομο έχει ανέκφραστο πρόσωπο, καθηλωμένο βλέμμα, παρουσιάζει σχετική έλλειψη απαντητικότητας στις προσπάθειες των άλλων να επικοινωνήσουν μαζί του και μπορεί να ξυπνήσει μόνο με μεγάλη δυσκολία. Οι κινήσεις του δεν είναι συντονισμένες και δεν φαίνεται να βαδίζει προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όταν ξυπνήσει, δεν θυμάται τίποτα για την υπνοβασία. Η υπνοβασία, συνήθως, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ηλικία των τεσσάρων με οχτώ ετών. Ποσοστό 10-30% του παιδικού πληθυσμού αναφέρουν ένα περιστατικό υπνοβασίας, ενώ η διαταραχή της υπνοβασίας κυμαίνεται σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά (2-5%).
Στην πλειοψηφία των παραπάνω περιπτώσεων πρόκειται για περιστασιακές δυσκολίες, οι οποίες με την κατάλληλη υποστήριξη από τους γονείς αντιμετωπίζονται γρήγορα. Η τήρηση ενός κατάλληλου ωραρίου ύπνου (ανάλογα με την ηλικία του παιδιού), η ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας προς το παιδί και η μείωση των αγχογόνων παραγόντων είναι πολλές φορές αρκετά για να βοηθήσουν το παιδί να έχει έναν ήρεμο και ξεκούραστο ύπνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου